- ἴσχοντι
- ἴσχωkeep backpres part act masc/neut dat sgἴσχωkeep backpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἴσχοντ' — ἴσχοντα , ἴσχω keep back pres part act neut nom/voc/acc pl ἴσχοντα , ἴσχω keep back pres part act masc acc sg ἴσχοντι , ἴσχω keep back pres part act masc/neut dat sg ἴσχοντι , ἴσχω keep back pres ind act 3rd pl (doric) ἴ̱σχοντο , ἴσχω keep back… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεισχορρούν — ἀεισχορροῡν, το (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το αἰσχρόν «τὸ μὲν τοίνυν αἰσχρόν καὶ δὴ κατάδηλόν μοι φαίνεται ὅ νοεῑ καὶ τοῡτο γὰρ τοῑς ἔμπροσθεν ὁμολογεῑται. Τὸ γὰρ ἐμποδίζον καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς τὰ ὄντα λοιδορεῑν… … Dictionary of Greek